Φρανσουά Τρυφώ: Χίτσκοκ
Εκδότης:
Ύψιλον
Έτος:
2007
ISBN:
9789601700717
Σελίδες:
303
Εξώφυλλο:
Μαλακό
Τιμή εκδότη:€24,00
Η τιμή μας: €21,60
Φρανσουά Τρυφώ: Χίτσκοκ
Σήμερα σ' ολόκληρο τον κόσμο θαυμάζουν το έργο του Άλφρεντ Χίτσκοκ, και οι νέοι που ανακαλύπτουν τώρα το "Rear Window" ("Σιωπηλός μάρτυς"), το "Vertigo" ("Δεσμώτης του ιλίγγου") ή το "North by Northwest" ("Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων"), χάρη στις επανεκδόσεις, θα φαντάζονται πως αυτό συνέβαινε πάντοτε. Κι όμως δεν είναι έτσι. [...]
Το 1962, ενώ βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη για να παρουσιάσω το "Ζυλ και Τζιμ", συνειδητοποίησα πως κάθε δημοσιογράφος μου έκανε την ίδια ερώτηση: "Γιατί οι κριτικοί του περιοδικού "Cahiers du Cinema" παίρνουν τον Χίτσκοκ στα σοβαρά; Είναι πλούσιος, πετυχημένος, μα οι ταινίες του δεν έχουν ουσία". Ένας από τους αμερικάνους κριτικούς, στον οποίο για μια ολόκληρη ώρα έπλεκα το εγκώμιο του "Σιωπηλού μάρτυρα", μου απάντησε με το εξής απίστευτο: "Σας αρέσει ο "Σιωπηλός μάρτυς" γιατί δε ζείτε στη Νέα Υόρκη και δεν γνωρίζετε το Γκρίνουιτς Βίλατζ". Του απάντησα: "Ο "Σιωπηλός μάρτυς" δεν είναι μια ταινία πάνω στο Βίλατζ. Είναι μια ταινία πάνω στον κινηματογράφο και τον κινηματογράφο τον γνωρίζω".
Γύρισα στο Παρίσι προβληματισμένος.
Επειδή το παρελθόν μου ως κριτικού ήταν νωπό ακόμα, δεν είχα απαλλαγεί απ' την επιθυμία να αποδείξω ποιος ήταν ο γεωμετρικός τόπος όλων των νεαρών συντακτών του "Cahiers du Cinema". Σκέφτηκα τότε πως ο Χίτσκοκ, που η ιδιοφυία του περί τη δημοσιότητα μόνο με εκείνην του Νταλί θα μπορούσε να συγκριθεί, είχε πέσει τελικά στους κύκλους των αμερικάνων διανοούμενων θύμα τόσων ειρωνικών και ηθελημένα εξευτελιστικών συνεντεύξεων. [...]
Αυτή είναι όλη η ιστορία του βιβλίου αυτού. [...]
Όταν μαγνητοφωνούσα αυτές τις συζητήσεις, τον Αύγουστο του 1962 στη Γιουνιβέρσαλ Σίτυ, ο Χίτσκοκ τελείωνε το μοντάζ του "The Birds" ("Τα πουλιά"), της τεσσαρακοστής όγδοης ταινίας του. Χρειάστηκα τέσσερα χρόνια για την απομαγνητοφώνηση και κυρίως για τη συγκέντρωση των φωτογραφιών, πράγμα που με οδηγούσε να ρωτώ σε κάθε μας συνάντηση τον Χίτσκοκ ώστε να προσαρμόζω στα νέα δεδομένα το "Hitchbook", όπως το 'χα βαφτίσει. Έτσι, η πρώτη έκδοση, που κυκλοφόρησε το 1967, σταματά στην πεντηκοστή ταινία του, "Torn Curtain" ("Σχισμένο παραπέτασμα"). Στο τέλος αυτής της έκδοσης θα βρει κανείς ένα συμπλήρωμα, που περιέχει σημειώσεις πάνω στο "Topaz" ("Τοπάζ"), το "Frenzy" ("Φρενίτιδα") (την τελευταία σχετική επιτυχία του), το "Family Plot" ("Οικογενειακή συνωμοσία") και το "The Short Night" ("Σύντομη νύχτα"), μια ταινία που ετοίμαζε και ξαναδούλευε χωρίς διακοπή, λες και δεν συνέβαινε τίποτα, ενώ στο περιβάλλον του ήξεραν πως ήταν αδύνατο να γυρίσει την πεντηκοστή τέταρτη ταινία του, εξαιτίας της κακής κατάστασης της υγείας του και του ηθικού του. Στην περίπτωση ενός ανθρώπου όπως ο Χίτσκοκ, που έζησε ολοκληρωτικά από και για τη δουλειά του, η διακοπή της δραστηριότητάς του θα σήμαινε θάνατο. Το ήξερε, όλοι το ήξεραν, και γι' αυτό τα τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν τόσο θλιβερά. [...]
Ο άνθρωπος ήταν νεκρός, όχι όμως και ο κινηματογραφιστής, γιατί οι ταινίες του, έργα εκπληκτικής φροντίδας, απόλυτου πάθους και ασύλληπτης ευαισθησίας, που κρυβόταν πίσω από μια σπάνια τεχνική μαστοριά, δε θα πάψουν να κυκλοφορούν σ' ολόκληρο τον κόσμο και να ανταγωνίζονται τις καινούργιες παραγωγές, προκαλώντας τη φθορά του χρόνου κι επαληθεύοντας αυτό που ο Ζαν Κοκτώ έλεγε για τον Προυστ: "Το έργο του εξακολουθούσε να ζει όπως τα ρολόγια στους καρπούς των νεκρών στρατιωτών".
Φρανσουά Τρυφώ
(από τον πρόλογο της οριστικής γαλλικής έκδοσης, 1983)
Σήμερα σ' ολόκληρο τον κόσμο θαυμάζουν το έργο του Άλφρεντ Χίτσκοκ, και οι νέοι που ανακαλύπτουν τώρα το "Rear Window" ("Σιωπηλός μάρτυς"), το "Vertigo" ("Δεσμώτης του ιλίγγου") ή το "North by Northwest" ("Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων"), χάρη στις επανεκδόσεις, θα φαντάζονται πως αυτό συνέβαινε πάντοτε. Κι όμως δεν είναι έτσι. [...]
Το 1962, ενώ βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη για να παρουσιάσω το "Ζυλ και Τζιμ", συνειδητοποίησα πως κάθε δημοσιογράφος μου έκανε την ίδια ερώτηση: "Γιατί οι κριτικοί του περιοδικού "Cahiers du Cinema" παίρνουν τον Χίτσκοκ στα σοβαρά; Είναι πλούσιος, πετυχημένος, μα οι ταινίες του δεν έχουν ουσία". Ένας από τους αμερικάνους κριτικούς, στον οποίο για μια ολόκληρη ώρα έπλεκα το εγκώμιο του "Σιωπηλού μάρτυρα", μου απάντησε με το εξής απίστευτο: "Σας αρέσει ο "Σιωπηλός μάρτυς" γιατί δε ζείτε στη Νέα Υόρκη και δεν γνωρίζετε το Γκρίνουιτς Βίλατζ". Του απάντησα: "Ο "Σιωπηλός μάρτυς" δεν είναι μια ταινία πάνω στο Βίλατζ. Είναι μια ταινία πάνω στον κινηματογράφο και τον κινηματογράφο τον γνωρίζω".
Γύρισα στο Παρίσι προβληματισμένος.
Επειδή το παρελθόν μου ως κριτικού ήταν νωπό ακόμα, δεν είχα απαλλαγεί απ' την επιθυμία να αποδείξω ποιος ήταν ο γεωμετρικός τόπος όλων των νεαρών συντακτών του "Cahiers du Cinema". Σκέφτηκα τότε πως ο Χίτσκοκ, που η ιδιοφυία του περί τη δημοσιότητα μόνο με εκείνην του Νταλί θα μπορούσε να συγκριθεί, είχε πέσει τελικά στους κύκλους των αμερικάνων διανοούμενων θύμα τόσων ειρωνικών και ηθελημένα εξευτελιστικών συνεντεύξεων. [...]
Αυτή είναι όλη η ιστορία του βιβλίου αυτού. [...]
Όταν μαγνητοφωνούσα αυτές τις συζητήσεις, τον Αύγουστο του 1962 στη Γιουνιβέρσαλ Σίτυ, ο Χίτσκοκ τελείωνε το μοντάζ του "The Birds" ("Τα πουλιά"), της τεσσαρακοστής όγδοης ταινίας του. Χρειάστηκα τέσσερα χρόνια για την απομαγνητοφώνηση και κυρίως για τη συγκέντρωση των φωτογραφιών, πράγμα που με οδηγούσε να ρωτώ σε κάθε μας συνάντηση τον Χίτσκοκ ώστε να προσαρμόζω στα νέα δεδομένα το "Hitchbook", όπως το 'χα βαφτίσει. Έτσι, η πρώτη έκδοση, που κυκλοφόρησε το 1967, σταματά στην πεντηκοστή ταινία του, "Torn Curtain" ("Σχισμένο παραπέτασμα"). Στο τέλος αυτής της έκδοσης θα βρει κανείς ένα συμπλήρωμα, που περιέχει σημειώσεις πάνω στο "Topaz" ("Τοπάζ"), το "Frenzy" ("Φρενίτιδα") (την τελευταία σχετική επιτυχία του), το "Family Plot" ("Οικογενειακή συνωμοσία") και το "The Short Night" ("Σύντομη νύχτα"), μια ταινία που ετοίμαζε και ξαναδούλευε χωρίς διακοπή, λες και δεν συνέβαινε τίποτα, ενώ στο περιβάλλον του ήξεραν πως ήταν αδύνατο να γυρίσει την πεντηκοστή τέταρτη ταινία του, εξαιτίας της κακής κατάστασης της υγείας του και του ηθικού του. Στην περίπτωση ενός ανθρώπου όπως ο Χίτσκοκ, που έζησε ολοκληρωτικά από και για τη δουλειά του, η διακοπή της δραστηριότητάς του θα σήμαινε θάνατο. Το ήξερε, όλοι το ήξεραν, και γι' αυτό τα τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν τόσο θλιβερά. [...]
Ο άνθρωπος ήταν νεκρός, όχι όμως και ο κινηματογραφιστής, γιατί οι ταινίες του, έργα εκπληκτικής φροντίδας, απόλυτου πάθους και ασύλληπτης ευαισθησίας, που κρυβόταν πίσω από μια σπάνια τεχνική μαστοριά, δε θα πάψουν να κυκλοφορούν σ' ολόκληρο τον κόσμο και να ανταγωνίζονται τις καινούργιες παραγωγές, προκαλώντας τη φθορά του χρόνου κι επαληθεύοντας αυτό που ο Ζαν Κοκτώ έλεγε για τον Προυστ: "Το έργο του εξακολουθούσε να ζει όπως τα ρολόγια στους καρπούς των νεκρών στρατιωτών".
Φρανσουά Τρυφώ
(από τον πρόλογο της οριστικής γαλλικής έκδοσης, 1983)
Τίτλος βιβλίου: | Φρανσουά Τρυφώ: Χίτσκοκ | ||
---|---|---|---|
Εκδότης: | Ύψιλον | ||
Συντελεστές βιβλίου: | Truffaut, François (Συγγραφέας) Hitchcock, Alfred (Συγγραφέας) Ιωαννίδης, Γιάννης Δ., 1954- (Μεταφραστής) Κυριακίδης, Αχιλλέας (Επιμελητής) Scott, Helen (Επιμελητής) | ||
ISBN: | 9789601700717 | Εξώφυλλο βιβλίου: | Μαλακό |
Στοιχεία έκδοσης: | 2007 | Διαστάσεις: | 24x17 |
Σημείωση: | Copyright: Editions Ramsay, Paris, 1983. Εκδοτική επιμέλεια: Έλεν Σκοτ. | ||
Κατηγορίες: | Γενικά Βιβλία > Καλές Τέχνες > Κινηματογράφος Γενικά Βιβλία > Διάφορα |
Δεν βρέθηκαν στοιχεία για τον συγγραφέα