
Σε αυτό το σύντομο και πυκνό δοκίμιο, ένας σπουδαίος ιστορικός μας αφηγείται την ιστορία των σιδηροδρόμων και αναδεικνύει τη σημασία τους στον νεότερο πολιτισμό, που δεν περιορίζεται βέβαια στη διευκόλυνση των μετακινήσεων και των μεταφορών. "Κανένας άλλος τεχνολογικός σχεδιασμός ή κοινωνικός θεσμός δεν αντιπροσωπεύει τη νεωτερικότητα όσο ο σιδηρόδρομος", γράφει χαρακτηριστικά ο Τόνυ Τζαντ. Τα τρένα, πέρα από την προφανή συμβολή τους στην οικονομική δραστηριότητα, μεταμορφώνουν τις πόλεις, αλλάζουν την κοινωνία και τη ζωή των ανθρώπων, τη σχέση τους με τον χώρο, τον χρόνο, τον εαυτό τους και τους άλλους. Η σύγχρονη πόλη γεννήθηκε από τη μετακίνηση με το τρένο. Τα τρένα κατακτούν τον χώρο, μεταβάλλουν το ίδιο το τοπίο, το επινοούν εκ νέου. Αυτή η κατάκτηση του χώρου οδηγεί αναπόδραστα και στην αναδιοργάνωση του χρόνου. Οι πελώριοι νέοι σιδηροδρομικοί σταθμοί, ως μνημειώδεις πύλες εισόδου στις σύγχρονες πόλεις, προκαλούν βαθιές αλλαγές στην κοινωνική οργάνωση του δημόσιου χώρου. Περικαλλή έργα σπουδαίων αρχιτεκτόνων, οι σταθμοί αυτοί φανερώνουν με μόνη την ύπαρξή τους ότι τα τρένα δεν ήταν προορισμένα μόνο για μεταφορές και αναγκαίες μετακινήσεις, αλλά συνδέονταν εξαρχής με το ταξίδι ως ψυχαγωγία, ως περιπέτεια, εντέλει ως την αρχέτυπη εμπειρία του σύγχρονου κόσμου. Η κατακτητική εμπειρία των σιδηροδρόμων θα ανακοπεί κατά τη δεκαετία του 1950. Το τρένο έχει πια ισχυρούς ανταγωνιστές το αυτοκίνητο και το αεροπλάνο και θα πέσει θύμα του εξαστισμού, τον οποίο το ίδιο είχε διευκολύνει. Εκεί όμως που το μέλλον των τρένων προμηνυόταν ζοφερό, τα πράγματα, μετά το 1990, άρχισαν να γίνονται ξανά ελπιδοφόρα. Αυτή η απροσδόκητη αναβίωση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα σημαντικά περιβαλλοντικά πλεονεκτήματα του σύγχρονου τρένου. Όπως σημειώνει στο επίμετρο του βιβλίου ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, το κείμενο του Τζαντ, εκτός από ακριβές ιστορικό μελέτημα, είναι και πολιτικό δοκίμιο: "Η υπεράσπιση των τρένων είναι ουσιαστικά υπεράσπιση του δημόσιου έναντι του ιδιωτικού, της κοινωνίας των πολιτών έναντι των αγορών, της σοσιαλδημοκρατίας έναντι του νεοφιλελευθερισμού". Σύμφωνα με τον ίδιο τον Τζαντ: "Αν χάσουμε τους σιδηροδρόμους δεν θα έχουμε χάσει απλώς ένα πολύτιμο πρακτικό εφόδιο... Θα έχουμε αποδεχθεί ότι λησμονήσαμε πώς να ζούμε συλλογικά".
Τίτλος βιβλίου: | Η δόξα των σιδηροδρόμων | ||
---|---|---|---|
Τίτλος πρωτότυπου: | The Glory of the Rails | ||
Εκδότης: | Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης | ||
Συντελεστές βιβλίου: | Judt, Tony, 1948-2010 (Συγγραφέας) Σκλαβενίτη, Κωστούλα (Μεταφραστής) Καψάλης Διονύσης (Υπεύθυνος Σειράς) | ||
ISBN: | 9789602505793 | Εξώφυλλο βιβλίου: | Σκληρό |
Σειρά εκδότη: | minima | Σελίδες: | 76 |
Στοιχεία έκδοσης: | Ιούνιος 2013 | Διαστάσεις: | 19x12 |
Σημείωση: | Επίμετρο: Σταύρος Ζουμπουλάκης. | ||
Κατηγορίες: | Επιστήμες > Επιστήμες του Ανθρώπου Επιστήμες > Επιστήμες του Ανθρώπου > Κοινωνιολογία Επιστήμες > Επιστήμες του Ανθρώπου > Οικονομία > Εμπόριο, Μεταφορές, Επικοινωνία, Ναυτιλία, Τουρισμός |
Μητσάκης, Μιχαήλ, 1863-1916
Μιχαήλ Μητσάκης (1868 ή 1863-1916). Οι πληροφορίες για τη ζωή του Μιχαήλ Μητσάκη αντλούνται από το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό των Μπαρτ και Χηρστ και από αναφορές συγχρόνων του στο πρόσωπό του. Ως χρονολογία γέννησής του αναφέρεται το 1868, καθώς όμως αντιτίθεται σε άλλα στοιχεία γύρω από τη ζωή του συχνά αντικαθίσταται από το 1863. Γεννήθηκε στα Μέγαρα γιος του Αριστείδη και της Μαριγώς Μητσάκη, καταγόταν όμως από τη Σπάρτη, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα και τέλειωσε το Γυμνάσιο. Μαθητής ακόμα εξέδωσε την βραχύβια εφημερίδα "Ταΰγετος". Το 1880 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του και ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία συνεργαζόμενος αρχικά με το περιοδικό "Ασμοδαίος". Στη συνέχεια δημοσίευσε διάφορα άρθρα στις περισσότερες αθηναϊκές εφημερίδες, καθώς και σε πολλά περιοδικά, υπογράφοντας άλλοτε με το όνομά του (κυρίως στα λογοτεχνικά κείμενα) ή τα αρχικά του και άλλοτε με διάφορα ψευδώνυμα (Κρακ και Κόθορνος), ενώ σύμφωνα με πληροφορίες έγραψε και ανώνυμα άρθρα. Εξέδωσε τα ευθυμογραφικά έντυπα "Θόρυβος" και "Πρωτεύουσα" που κυκλοφόρησαν για μικρό χρονικό διάστημα. Υπήρξε συνιδρυτής του σατιρικού "Άστεος" μαζί με το Θέμο και Μπάμπη Άννινο και διευθυντής του "Ελληνικού Ημερολογίου" του Π.Δ. Σακελλαρίου. Η δημοσιογραφική του καριέρα υπήρξε λαμπρή, διακόπηκε όμως απότομα το 1896, λόγω κορύφωσης της πνευματικής ασθένειας του Μητσάκη που είχε ξεκινήσει δυο χρόνια πριν. Έκτοτε παρέμεινε διανοητικά πάσχων, φτάνοντας ως την παραφροσύνη. Από το 1914 και μέχρι το θάνατό του πέρασε τη ζωή του στο Δρομοκαΐτειο Φρενοκομείο, όπου πέθανε από πνευμονία. Το αρθρογραφικό έργο του Μητσάκη συγγενεύει στενά με τη λογοτεχνική παραγωγή του, η οποία εντάχθηκε στα πλαίσια της δημοσιογραφικής του δραστηριότητας. Δημοσίευσε αφηγήματα, κριτικά δοκίμια, επιγράμματα και ποιήματα στα ελληνικά και τα γαλλικά. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Στο χώρο του γλωσσικού ζητήματος τάχτηκε θεωρητικά υπέρ της δημοτικής, χρησιμοποίησε όμως την απλή καθαρεύουσα, κυρίως λόγω της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας στο χώρο του Τύπου, όπου η δημοτική ήταν αποκλεισμένη. Οι γλωσσικές του αντιλήψεις βρίσκονται αναλυτικά εκφρασμένες στην επιστολή του "Η δήθεν δημώδης γλώσσα" (1888), στο κριτικό άρθρο του για τον Γεράσιμο Μαρκορά (1890), στο άρθρο του "Το γλωσσικόν ζήτημα εν Ελλάδι· μια φιλολογική σελίς εις δυο γλώσσας" (1892), γραμμένο δυο φορές, μια στην καθαρεύουσα ("Η θλίψις του μαρμάρου") και μια στη δημοτική ("Το παράπονο του μαρμάρου"). Το πεζογραφικό έργο του είναι γραμμένο σε μικτή γλώσσα (η αφήγηση σε απλή καθαρεύουσα, οι διάλογοι στη δημοτική). Επηρεάστηκε από τα ρεύματα του ρεαλισμού (και αργότερα του νατουραλισμού), και του αισθητισμού, καθώς ήταν ενημερωμένος γύρω από τη σύγχρονή του γαλλική λογοτεχνία. Κυρίαρχο θέμα στο έργο του είναι η εσωτερική μετανάστευση, που κυριαρχούσε τότε στην Ελλάδα και η αστική ζωή στην Αθήνα. Στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να απεικονίσει την αποξένωση και την αλλοτρίωση ως συνέπειες της ζωής στην πόλη ο Μητσάκης υπέταξε το υλικό του στην στη λογική της αποδιοργάνωσης. Η δομή των έργων του είναι συχνά χαλαρή ή και απουσιάζει. Από τα έργα του αναφέρονται ενδεικτικά το πρώτο του διήγημα με τίτλο "Το βάπτισμα", η συλλογή αφηγημάτων με επιμέρους τίτλους "Αθηναϊκαί σελίδες", "Εικόνες και σκηναί", "Ταξειδιωτικαί εντυπώσεις", το αφήγημα "Εις Αθηναίος χρυσοθήρας", το οποίο εκδόθηκε αυτοτελώς το 1890, και το διήγημα "Αυτόχειρ". Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Μιχαήλ Μητσάκη βλ. Θ. Βελλιανίτης, "Μητσάκης Μιχαήλ", στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ. 17, Αθήνα, Πυρσός, 1931, Χ.Δ. Γουνέλας, "Μητσάκης Μιχαήλ", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 6, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1987, Μιχάλης Περάνθης, "Μητσάκης Μιχαήλ", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 10, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ., Γκότση Γεωργία, "Μιχαήλ Μητσάκης", στο "Η παλαιότερη πεζογραφια μας· από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο", τ. Στ΄ (1880-1900), Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Μιχάλης Γ. Μερακλής, Λαμπρινή Κουζέλη, "Μητσάκης Μιχαήλ", στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2007, καθώς και Αφιέρωμα στον Μιχαήλ Μητσάκη στην επιθεώρηση βιβλίου "The Athens Review of Books", τχ. 82, Μάρτιος 2017 (με αναλυτικό χρονολόγιο του συγγραφέα).
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).
- Αθηναϊκαί σελίδες (2023)
- ... των δακρύων (2019)
- Αι περιπέτειαι του κ. Κρακ (2016)
- Ταξιδιωτικαί σημειώσεις (2011)
- Εις Αθηναίος χρυσοθήρας (2011)
- Αθηναϊκαί σελίδες (2011)
- Πειραιάς (2009)
- Ανθολογία ελληνικού διηγήματος του 20ού αιώνα (2009)
- Destroy Athens: μια αφήγηση (2007)
- Κριτικά κείμενα, επιστολές, ποίηση (2007)
- Αφηγήματα και ταξιδιωτικές εντυπώσεις (2006)
- Εις τον οίκον των τρελλών (2004)
- Ελληνικά διηγήματα (2004)
- Παρά τοις δούλοις. Τα Ιωάννινα (2004)
- Αυτόχειρ (1997)
- Αυτόχειρ (1996)
- Αθηναϊκαί σελίδες (1996)
- Αφηγήματα (1995)
- Αυτόχειρ (1994)
- Πεζογραφήματα (1988)
- Αυτόχειρ (1987)
- Ένας Αθηναίος χρυσοθήρας (1986)
- Μιχ. Μητσάκης (1956)