Το τελευταίο πορτρέτο
Το παρόν βιβλίο συγκεντρώνει νεκρικά πορτρέτα και φωτογραφίες από επικήδειες τελετές στις οποίες το πρόσωπο του νεκρού καταλαμβάνει κεντρική θέση. Οι φωτογραφίες αυτές αποτελούν έκπληξη για όποιον δεν γνωρίζει ότι η φωτογράφηση των νεκρών ήταν σε πολλά μέρη του κόσμου μια αποδεκτή, αν όχι συνήθης, πρακτική από τα μέσα του 19ου μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Στη σημερινή εποχή η συνήθεια να φωτογραφίζονται οι νεκροί πριν από την κηδεία, είτε στο σπίτι είτε στο κοιμητήριο, φαντάζει μακάβρια και εν πολλοίς αδικαιολόγητη. Χάρη στην πρόοδο της ιατρικής ο σύγχρονος άνθρωπος αντιμετωπίζει τον θάνατο ως εχθρό και αποφεύγει να τον κοιτάξει κατάματα. Αυτό όμως συνιστά μια σχετικά πρόσφατη εξέλιξη, που συντελέστηκε σταδιακά μέσα στις τελευταίες δεκαετίες. Πριν συμβεί αυτό, ο θάνατος αποτελούσε οικιακή υπόθεση: οι άνθρωποι πέθαιναν κατά κανόνα στο σπίτι, για τον τάφο τούς ετοίμαζαν οι στενοί συγγενείς τους και η σορός παρέμενε μέχρι την κηδεία εκτεθειμένη κατ’ οίκον. Δεδομένου ότι τον 19ο αιώνα οι άνθρωποι φωτογραφίζονταν σπανίως, και μόνον εφόσον υπήρχε ειδικός λόγος, ήταν φυσικό οι οικογένειες να ζητούν από τους φωτογράφους ένα τελευταίο πορτρέτο του αγαπημένου τους -συχνά το μοναδικό που θα τους έμενε. Η φωτογραφία γινόταν έτσι συντροφιά και στήριγμα στο πένθος, εξασφαλίζοντας παράλληλα ότι η μορφή του νεκρού δεν θα χανόταν από τη μνήμη της οικογένειας και της κοινότητας. Αυτό ίσχυε ακόμη περισσότερο στην περίπτωση των παιδιών, καθώς την περίοδο εκείνη η θνησιμότητα στις μικρές ηλικίες ήταν υψηλή, γεγονός που αντανακλάται στην ύπαρξη μεγάλου αριθμού παιδικών νεκρικών πορτρέτων.
Οι περισσότερες λήψεις του ανά χείρας βιβλίου προέρχονται από την ελληνική επικράτεια, χωρίς ωστόσο να λείπουν εικόνες από χώρες των Βαλκανίων, της Δυτικής Ευρώπης και από τις ΗΠΑ. Πρόκειται για φωτογραφίες που καθεμιά τους αποτελεί τον επίλογο μιας ζωής: σιωπηλές αλλά εύγλωττες, μελαγχολικές και συγχρόνως γεμάτες αξιοπρέπεια.

Γούδης, Χρίστος Δ.
Ο Χρίστος Γούδης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1947. Είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών από το 1981 όπου υπηρετεί μέχρι σήμερα, ενώ παράλληλα από το 2001 είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Αστρονομίας και Αστροφυσικής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών και, από το 2003, αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Είναι επίσης υπεύθυνος για το μεγάλο έργο της λειτουργίας του νέου ελληνικού τηλεσκοπίου "Αρίσταρχος".
Διετέλεσε πρόεδρος του Τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου Πατρών κατά τις διετίες 1985-1987 και 1987-1989 και διευθυντής του Τομέα Θεωρητικής και Μαθηματικής Φυσικής, Αστρονομίας και Αστροφυσικής τα ακαδημαϊκά έτη 1999-2000 και 2000-2001. Υπήρξε ιδρυτής και διευθυντής σπουδών του Ελεύθερου Δημοτικού Πανεπιστημίου (ΕΛ.ΔΗ.ΠΑ) του Πειραιά, επί δημαρχίας Ανδρέα Ανδριανόπουλου (1987-1989) και ιδρυτής και διευθυντής του Γραφείου Επικοινωνίας του Δήμου Πατρέων, επί δημαρχίας Ευάγγελου Φλωράτου (1999-2000). Ήταν επίσης μέλος του Δ.Σ. του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.) Πάτρας (1999 - 2002).
Γνωρίζει επτά ξένες γλώσσες (Αγγλικά, Γερμανικά, Ισπανικά, Ρωσικά, Γαλλικά, Ιταλικά και Πορτογαλικά) και έχει δημοσιεύσει εκτενές μεταφραστικό και πρωτότυπο ποιητικό έργο.
Συνέβαλε, από το 1982 και μετά, στην διαμόρφωση της ιδεολογίας και της πολιτικής φιλοσοφίας της ευρύτερης φιλελεύθερης, εθνικής, και ελευθεριακής Δεξιάς, αλλά και της πολιτικής της στην Έρευνα, την Παιδεία και τον Πολιτισμό, μέσα από τις δραστηριότητές του σε όλα τα think tanks της παράταξης, στο Κ.Π.Ε.Ε. (Κέντρο Πολιτικής Έρευνας και Επιμόρφωσης), την ΚΙ.Π.Α.Ε.Α. (Κίνηση για τον Πολυμερή Αφοπλισμό, την Ελευθερία και την Ασφάλεια της Ευρώπης), την Ε.Μ.ΠΡΟ.Σ. (Εταιρεία Μελέτης Προβλημάτων Συλλογικών), το Ι.ΠΟ.ΜΕ. (Ινστιτούτο Πολιτικών Μελετών), το "Φιλελέυθερο Φόρουμ", το ΚΕ.ΜΕ.Π.Ε. (Κέντρο Μελέτης Προβλημάτων του Ελληνισμού), τη θέση του ως υπεύθυνου ιδεολογίας και πολιτικής στο Ι.Δ.Κ.Κ. (Ινστιτούτο Δημοκρατίας "Κωνσταντίνος Καραμανλής") αλλά και τη συνεχή συμμετοχή του σε πολλές επιτροπές της ΝΔ για την Έρευνα και την Παιδεία. Παρά την ενεργό συμμετοχή του στα δρώμενα της ευρύτερης παράταξης, παραμένει κομματικά ανένταχτος και αυτοπροσδιορίζεται πολιτικά ως αναρχοδεξιός.