Εργατική τάξη και επανάσταση
Περιέργως, ένα από τα πλέον σημαντικά, αν όχι το πιο σημαντικό ζήτημα σχετικά με την ανατροπή του καπιταλισμού και την χειραφέτηση του ανθρώπου είναι παραμελημένο από τους σύγχρονους μαρξιστές. Πρόκειται για το ρόλο της σύγχρονης εργατικής τάξης ως της κοινωνικής δύναμης, η οποία θα πρωτοστατήσει σε αυτήν την απελευθερωτική διαδικασία. Υπάρχουν ορισμένοι που αμφισβητούν αυτόν τον ρόλο, και ακόμη και την ίδια την ύπαρξη της εργατικής τάξης, και άλλοι οι οποίοι θεωρούν ατεκμηρίωτα δεδομένη την επαναστατικότητά της, και αυτό όταν, στην πράξη και παρά την κρίση, η εργατική τάξη και οι αυτοπροσδιοριζόμενοι συνδικαλιστικοί και πολιτικοί φορείς της, κάθε άλλο παρά δρουν έτσι ώστε να ανατραπεί επαναστατικά η καπιταλιστική βαρβαρότητα. Οι κλασικοί του μαρξισμού επέλεξαν την εργατική τάξη ή το αδιαχώριστο εννοιολογικά με αυτήν προλεταριάτο, σαν τον Μεσσία της εγκόσμιας απελευθέρωσης της ανθρωπότητας, όχι αυθαιρέτως, αλλά στη βάση ορισμένων χαρακτηριστικών της. Ταυτόχρονα, παρόλο που υποτίμησαν την παράλληλη με την ανάπτυξη του καπιταλισμού δυναμική της ενσωμάτωσής της στο κυρίαρχο σύστημα, θεώρησαν αναγκαίο να εισάγουν ορισμένες μεσολαβήσεις για να μπορέσει η δυνάμει επαναστατικότητά της να αναδειχθεί στην πράξη. Το ερώτημα το οποίο γίνεται προσπάθεια να απαντηθεί σε τούτη τη μελέτη είναι κατά πόσο η σύγχρονη εργατική τάξη συνεχίζει να αποτελεί μία δυνάμει επαναστατική τάξη και, αν ισχύει κάτι τέτοιο, ποια στρατηγική θα πρέπει να ακολουθηθεί έτσι ώστε να επέλθει η μετεξέλιξή της στην πράξη από τάξη καθεαυτή σε επαναστατική τάξη διεαυτήν.

Εγγονόπουλος, Νίκος, 1907-1985
Γεννήθηκε στις 21 Οκτωβρίου του 1907 στην Αθήνα. Ο πατέρας του Παναγιώτης ήταν Κωνσταντινουπολίτης και ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου. Από το 1923 (σε ηλικία 12 χρονών) μέχρι το 1927 γράφεται εσωτερικός σε ένα Λύκειο στο Παρίσι. Εκεί διδάσκεται την κλασική γαλλική ποίηση. Το 1924 το μανιφέστο του Αντρέ Μπρετόν θα επηρεάσει και τον ίδιο. Το 1927 επιστρέφει στην Ελλάδα για να υπηρετήσει την θητεία του. Εργάστηκε αρχικά ως σχεδιαστής εξωφύλλων σε περιοδικά και το 1932 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δάσκαλο τον Κωνσταντίνο Παρθένη. Παράλληλα μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη θα φοιτήσει και στο καλλιτεχνικό εργαστήρι του Φώτη Κόντογλου. Την ίδια εποχή αρχίζει να δημοσιεύει και τις πρώτες του ποιητικές συλλογές (είναι επηρεασμένος αρχικά από τον Σολωμό και τον Μπωντλαίρ). Από τότε ξεκινά και ο διασυρμός της ποίησής του. Πολλά περιοδικά και εφημερίδες, ελληνικές και ξένες, παρωδούσαν τα ποιήματά του με εξευτελιστικά στο τέλος σχόλια. Το 1939 οργανώνει και την πρώτη έκθεση των έργων του ζωγραφικής, στο σπίτι του Νίκου Καλαμάρη. Από το 1940 αρχίζει η προσωπική του περιπέτεια. Με την επιστράτευση στέλνεται κατευθείαν στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου. Το μεταξικό καθεστώς τον κρατάει στην πρώτη γραμμή πυρός, αδιαλείπτως, έως το τέλος του πολέμου. Στο τέλος συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς, στις 13 Απριλίου 1941, μετά από φονικότατη μάχη της Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας, και στέλνεται παράνομα σε στρατόπεδο "εργασίας αιχμαλώτων", από όπου δραπετεύει και επιστρέφει στην Αθήνα με τα πόδια. Δεν σταματά να γράφει ποιήματα με όποιον τρόπο μπορεί. Στην ελεύθερη Ελλάδα αποκτά ένα πλήθος από καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες με την ίδρυση συλλόγων στους οποίους συμμετέχει ενεργά, χωρίς να σταματήσει ποτέ να ζωγραφίζει ή να γράφει. Το 1967 γίνεται καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο στο ελεύθερο σχέδιο. Από το 1967 μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (οπότε και συνταξιοδοτείται) θα επηρεάσει σημαντικά τη φοιτητική ζωή μέσα και έξω από το Πολυτεχνείο. Στις 31 Οκτωβρίου 1985 θα αφήσει την τελευταία του πνοή στην Αθήνα. Τα έργα του είναι:
- "Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν", 1938
- "Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής", 1939
- "Επτά ποιήματα", 1944
- "Μπολιβάρ", 1944
- "Η επιστροφή των πουλιών", 1946
- "Έλευσις", 1948
- "Ο Ατλαντικός" (ανάτυπο από το περιοδικό "Αγγλοελληνική Επιθεώρηση"), 1954
- "Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω", 1957 (Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 1958)
- "Ποιήματα", τ. Α', Ίκαρος, 1966 (συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών "Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν" και "Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής")
- "Ελληνικά σπίτια", 1972
- "Ποιήματα", τ. Β', Ίκαρος, 1977 (συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών "Μπολιβάρ", "Η επιστροφή των πουλιών", "Έλευσις", "Ο Ατλαντικός", "Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω")
- "Στην κοιλάδα με τους Ροδώνες", 1978 (Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης, 1979)
- "Ο Καραγκιόζης, ένα ελληνικό θέατρο σκιών", Ύψιλον, 1980,
Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα βιβλία:
- "Πεζά κείμενα" (συγκεντρωτική έκδοση), Ίκαρος, 1987
- "... και σ' αγαπώ παράφορα: Γράμματα στη Λένα 1959-1967" (επιμ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος), Ίκαρος, 1993
- "Οι άγγελοι στον παράδεισο μιλού ελληνικά... (συνεντεύξεις, σχόλια και γνώμες, σε επιμ. Γιώργου Κεντρωτή)", Ύψιλον, 1999
- "Το μέτρον, ο άνθρωπος: πέντε ποιήματα και δέκα πίνακες", Ύψιλον, 2005
- "Ωραίος σαν Έλληνας: ποιήματα/The Beauty of a Greek: Poems" (δίγλωσση έκδοση, σε ανθολόγηση, μετάφραση & επιμ. David Connolly), Ύψιλον, 2007
Μετέφρασε, επίσης, πολλά έργα ξένων ποιητών.
Βαθύτατα πνευματικός άνθρωπος ο Νίκος Εγγονόπουλος, δεν ήταν μόνο ένας ζωγράφος και ποιητής, αλλά και ένας αληθινός στοχαστής. Παθιασμένος με τον υπερρεαλισμό μας κληρονόμησε ένα διαχρονικό έργο μίας αποκλειστικά δικής του ατμόσφαιρας. Το έργο του Εγγονόπουλου αντιμετώπισε αρνητικές αντιδράσεις που έφτασαν τα όρια του εμπαιγμού και της κατασυκοφάντησης. Μοναδικός συμπαραστάτης του υπήρξε ο επίσης υπερρεαλιστής Εμπειρίκος. Στη ζωγραφική, δάσκαλοί του ήταν ο Κωνσταντίνος Παρθένης και ο Φώτης Κόντογλου, άνθρωποι στους οποίους ο Εγγονόπουλος αναφερόταν πάντα με θαυμασμό. Ο ίδιος έλεγε: "Ως είμαι ζωγράφος το επάγγελμα και θεωρώ άλλωστε την ποίηση σαν ζήτημα εντελώς προσωπικό".