Οι βυζαντινές και ο πόλεμος
Ο πόλεμος είναι το τελευταίο κυριολεκτικά σημείο, στο οποίο θα ανέμενε κανείς να συναντήσει τη γυναίκα σε μια ανδροκρατούμενη, γεμάτη στερεότυπα κοινωνία όπως αυτή του Βυζαντίου. Ωστόσο, η σχέση των γυναικών με το σύνθετο φαινόμενο του πολέμου ήταν στενή, και οι βυζαντινοί συγγραφείς ανέδειξαν τις ένοπλες συρράξεις ως υπόθεση τόσο ανδρική όσο και γυναικεία.
Οι Βυζαντινές δεν αποτέλεσαν ποτέ μάχιμο τμήμα των εκστρατευτικών σωμάτων, δεν γυμνάστηκαν κατάλληλα, δεν οπλίστηκαν από το συμβατικό οπλοστάσιο της εποχής τους και δεν βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή. Συνόδευσαν όμως τους συζύγους τους στην εκστρατεία όποτε κρίθηκε απαραίτητο, συνέδραμαν δυναμικά στο έργο αξιωματούχων και στρατιωτών ή τροποποίησαν επιτελικούς σχεδιασμούς. Υπερασπίστηκαν τις πόλεις ή τα κάστρα τους επιδεικνύοντας εξαιρετικά προσόντα και δεξιότητες και ως λεία των νικητών υπέστησαν τα δεινά επακόλουθα της ήττας. Στα μετόπισθεν ανέλαβαν υπέρμετρες ευθύνες μένοντας εκτεθειμένες σε ποικίλους κινδύνους.
Τα έμφυλα χαρακτηριστικά τους προβλήθηκαν άλλοτε με θετικό και άλλοτε με αρνητικό πρόσημο εκ μέρους των συγχρόνων τους, οι οποίοι σε αρκετές ιστορίες πολέμου ανέδειξαν τον έρωτα ως ρυθμιστή των εξελίξεων.
Όταν οι Βυζαντινοί γνώρισαν τις γυναίκες των αντιπάλων τους είτε ως μάχιμες στα στρατόπεδα είτε ως επικεφαλής των κρατών τους αναμετρήθηκαν ή συμμάχησαν μαζί τους. Εκείνοι που κατέγραψαν αυτές τις «συναντήσεις» δεν μπόρεσαν να κρύψουν την έκπληξή τους και επέτρεψαν να διαφανεί η απαρέσκειά τους.
Παρόλο που ιστορικοί και χρονογράφοι της εποχής δεν τοποθέτησαν πάντοτε τις Βυζαντινές εκεί όπου έδρασαν και συχνά αποσιώπησαν την παρουσία τους, αποδεικνύεται ότι οι γυναίκες εμπλέκονταν σχεδόν σε όλες τις εκφάνσεις του πολέμου, στο μέτρο που αναλογούσε στο φύλο τους και όπως συνέβαινε σε κάθε τομέα δραστηριότητας στις μεσαιωνικές κοινωνίες.
Πολυχρονίδης, Γιώργος
Ο Γιώργος Πολυχρονίδης γεννήθηκε στη Νέα Βύσσα Έβρου στις 27 Μαρτίου του 1956. Πήγε τρία χρόνια στο εξατάξιο γυμνάσιο Ορεστιάδας και μετά ήρθε στην Αθήνα όπου έβγαλε την τεχνική σχολή Ηράκλειτος. Πριν πάει φαντάρος, γνώρισε τον συγγραφέα Κώστα Ταχτσή, οπότε αντί να πάει στον στρατό, με παρότρυνσή του, πήρε αναβολή και ξαναπήγε σχολείο, στις σχολές Δοξιάδη. Eκεί, δεν έμαθε να διακοσμεί εσωτερικούς χώρους ούτε να ζωγραφίζει, γνώρισε όμως τη γυναίκα του, τη Μύριαμ.
Στη συνέχεια φοίτησε στη Δραματική σχολή του Ωδείου Αθηνών εκπληρώνοντας το πρώτο του όνειρο που ήταν να γίνει ηθοποιός. Έπαιξε δυο χρονιές στο θέατρο Έρευνας του Δημ. Ποταμίτη αλλά κι από κει έφυγε και προτίμησε το εμπορικό, μουσικό θέατρο. Τη δεκαετία 1980-'90 πήρε μέρος σε κινηματογραφικές ταινίες εκπληρώνοντας το δεύτερο μεγάλο του όνειρο να βγει στο σινεμά. Την ίδια εποχή συμμετείχε σε κάποιες τηλεοπτικές σειρές.
Στο θέατρο εργάστηκε και ως βοηθός σκηνοθέτη, σκηνοθέτης, βοηθός σκηνογράφου, σκηνογράφος.
Δεν του δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστεί με κάποιο θέατρο πρόζας κι έτσι σιγά-σιγά λίγο το βαρέθηκε ο ίδιος πολύ τον βαρέθηκε εκείνο, παράτησε το εμπορικό θέατρο και μπήκε στο εμπόριο, όπου και έμεινε.
Παραμένει παντρεμένος με την κοπέλα που γνώρισε στη σχολή Δοξιάδη κι έχουν δυο παιδιά.
Το βιβλίο "Ο Κώστας, εγώ κι ο Ταχτσής", το πρώτο του συγγραφικό εγχείρημα είναι ντοκουμέντο, με αυτοβιογραφικά στοιχεία και ελάχιστη μυθοπλασία.
Το "Κόκκινο φεγγάρι πάνω απ' το ποτάμι" είναι το πρώτο του μυθιστόρημα. Οι "Κατάρες" είναι το τρίτο του βιβλίο.