Νάνος Βαλαωρίτης - Γιώργος Σεφέρης αλληλογραφία 1945-1968 και τριάντα τέσσερις επιστολές του Ν. Βαλαωρίτη στον Γ. Κ. Κατσίμπαλη 1947-1950
Τα προσωπικά γράμματα, αν έχουν παρά μόνο μια ιδιωτική σημασία, δεν είναι σκόπιμο να εκδίδονται από τον ίδιο τον συγγραφέα. Όμως, στην περίπτωση των γραμμάτων μου απ' το Λονδίνο προς τον Γιώργο Σεφέρη -ας μου συγχωρεθεί μια κάποια φιλαρέσκεια- ήταν η επιθυμία μου να γνωρίσει το ελληνικό κοινό μια άγνωστη πτυχή του αγώνα μας για τη διεθνή αναγνώριση. Έχουν πια σήμερα πιστεύω μιαν ιστορική σημασία. Αφορούν μία "ηρωική έξοδο" των ελληνικών γραμμάτων και ιδιαίτερα της νέας ελληνικής ποίησης απ' το γκέτο των ακαδημαϊκών μελετών και του φολκλόρ όπου βρίσκονταν έως το 1944... Τα γράμματά μου περιγράφουν βήμα προς βήμα σαν ένα ημερολόγιο τις κινήσεις, δικές μου και άλλων, και τα διαβούλια στα παρασκήνια με τους σημαντικότερους ποιητές και κριτικούς, τα περιοδικά και τις προσωπικότητες του Λονδίνου εκείνης της εποχής. (Νάνος Βαλαωρίτης)
Τίτλος βιβλίου: | Νάνος Βαλαωρίτης - Γιώργος Σεφέρης αλληλογραφία 1945-1968 και τριάντα τέσσερις επιστολές του Ν. Βαλαωρίτη στον Γ. Κ. Κατσίμπαλη 1947-1950 |
---|
Εκδότης: | Ύψιλον |
---|
Συντελεστές βιβλίου: | Βαλαωρίτης, Νάνος, 1921-2019 (Συγγραφέας) Σεφέρης Γιώργος (Συγγραφέας)
|
ISBN: | 9789601701530 | Εξώφυλλο βιβλίου: | Μαλακό |
---|
Στοιχεία έκδοσης: | Οκτώβριος 2004 | Διαστάσεις: | 24x17 |
---|
Σημείωση: | Εισαγωγή: Avi Sharon. |
---|
Κατηγορίες: | Λογοτεχνία > Ελληνική Λογοτεχνία > Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία |

Τσαρούχης, Γιάννης, 1910-1989
Ο Γιάννης Τσαρούχης (Πειραιάς 1910 - Αθήνα 1989) ήταν ζωγράφος. Φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1929 - 1935). Παράλληλα μαθήτευσε κοντά στον Φ. Κόντογλου (1931 - 1934), ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή ζωγραφική, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Πικιώνη, Κόντογλου και Αγγ. Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης.
Στα 1935 - 1936 αφού πρώτα επισκέφτηκε τη Κωνσταντινούπολη μετά ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης & του Εμπρεσιονισμού. Ανακάλυψε το έργο του Θεόφιλου και γνώρισε καλλιτέχνες όπως ο Ματίς και ο Τζακομέτι κ.ά.
Το '38, δυό χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης/Αθήνα.
Το '40 επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στο Μηχανικό. Το '47 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Το ΄51 εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο και το '53 υπέγραψε συμβόλαιο με τη γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Το ΄56 υπήρξε υποψήφιος για το βραβείο Γκούγκενχαϊμ και το '58 πήρε μέρος στη Μπιενάλε της Βενετίας. Το '67 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι.
Το '82 άνοιξε το Μουσείο Γ. Τσαρούχη στο Μαρούσι στο σπίτι του καλλιτέχνη, που ο ίδιος μετέτρεψε σε Μουσείο παραχωρώντας την προσωπική συλλογή των έργων του. Παράλληλα λειτουργεί το Ίδρυμα Τσαρούχη με σκοπό τη διάδοση του έργου του ζωγράφου
Συνεργάστηκε με την Ντάλας Σίβικ Όπερα του Τέξας, τη Σκάλα του Μιλάνου, το Κόβεντ Γκάρντεν, το Εθνικό Λαϊκό Θέατρο της Γαλλίας, το Τεάτρο Ολύμπικο της Βιτσέντζα.
Το ΄77 ανέβασε ο ίδιος τις Τρωάδες του Ευριπίδη σε δική του νεοελληνική απόδοση με δική του διδασκαλία & σκηνογραφία.
Ασχολήθηκε επίσης με την εικονογράφηση βιβλίων, την μετάφραση και συγγραφή βιβλίων για την τέχνη. Στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε μετά από πολύχρονη παραμονή στο Παρίσι το ΄80, όπου και πέθανε το ΄89.
Ο Γιάννης Τσαρούχης υπήρξε ίσως ο πλέον διακεκριμένος εκπρόσωπος της εικαστικής γενιάς του ΄30, που προσπάθησε ιδιαίτερα να συγκεράσει τις επιταγές της "ελληνικότητας" με το ιδίωμα του "μοντερνισμού". Ως ζωγράφος των παθών του σώματος ναρκοθέτησε την μικροαστική αισθητική της δεκαετίας του ΄50. Αργότερα στράφηκε σε μια ζωγραφική πιο δυτικότροπη. Ο ίδιος πέραν του εικαστικού του έργου θα μείνει στην ιστορία ως ο κορυφαίος έλληνας σκηνογράφος.
Η διαφορά πάντως του Τσαρούχη και του διεθνισμού της γενιάς του ΄60 έγκειται κυρίως στο ότι αυτός ενεργούσε ως κληρονόμος ενός πολιτισμού εν ισχύ ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν ένα πολιτιστικό σχήμα, που δεν είχε ακόμη μορφοποιηθεί.
Υλικά της δουλειάς του ήταν η λιτή χρωματική κλίμακα του Πολύγνωτου και η αυστηρά κομψή γραμμή της βυζαντινής εικόνας. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να αναβιώσει μέσα από τα έργα του χαριέσσα η παράδοση, αλλά και να εκφράζεται ένα ισχυρό πλαστικό ένστικτο. Διαμόρφωσε με το ευρύ φάσμα των καλλιτεχνικών του δραστηριοτήτων την αισθητική των Νεοελλήνων μεταπολεμικά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον.
(Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα )