Η κάθοδος των Ρώσων
Ἀπὸ τὸν 7ο ὡς τὸν 10ο αἰῶνα, κατὰ τίς μεγάλες σκανδιναβικὲς μεταναστεύσεις, οἱ Βίκινγκς εἰσέβαλαν στὸν χῶρο ὅπου κατοικοῦσαν οἱ Σλάβοι καὶ ἵδρυσαν δύο πολιτικὰ κέντρα, τὸ ἕνα στὸ Νόβγκοροντ καὶ τὸ ἄλλο στὸ Κίεβο. Τὸ 860 ἕνας Βίκινγκ ἡγεμόνας ἵδρυσε ἕνα κράτος μὲ πρωτεύουσα τὸ Νόβγκοροντ. Τὸ 882, ὁ διάδοχός του Ὀλὲγκ κατέλαβε τὸ Κίεβο καὶ ἐγκατέστησε ἐκεῖ τὴν πρωτεύουσά του. Ἀπὸ αὐτὴ τὴ βάση, ὁ μικτὸς σκανδιναβοσλαβικὸς πληθυσμὸς (γνωστὸς καὶ μὲ τὴν ὀνομασία Ρὼς) ἐπιχείρησε ἀρκετὲς ἐκστρατεῖες ἐναντίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Στὴν ἀρχή, ἡ κυρίαρχη ὁμάδα ἦταν ἡ σκανδιναβική, ἀλλὰ μέχρι τὰ μέσα τοῦ αἰῶνος ἐκσλαβίσθηκε. ὁ Σβιατοσλάβος Α’ τοῦ Κιέβου ἦταν ὁ πρῶτος ἡγεμόνας τῶν Ρὼς μὲ σλαβικὸ ὄνομα. Ἄφ΄ ὅτου, περὶ τὸ 988 ἕνας Ρῶσος ἡγεμόνας ὀνομαζόμενος Βλαδίμηρος προσηλυτίσθηκε στὸν Χριστιανισμό οἱ Σλάβοι τῆς Ρωσίας ἔγιναν ἕνα εἶδος πολιτιστικοῦ κληρονόμου τοῦ βυζαντινοῦ πολιτισμοῦ, υἱοθετῶντας τὴ θρησκεία, τὴ θεολογία, κάποιες κοινωνικὲς δομὲς καὶ τὰ κείμενα τῶν Βυζαντινῶν. Ἡ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία, ἡ ὁποία τὴν περίοδο τῆς ἀκμῆς της ἐκτεινόταν ἀπὸ τὸν Εὐφράτη ὡς τὴν Ἱσπανία καὶ ἀπὸ τὸν Νεῖλο ὡς τὸν Δούναβη, χρησιμοποίησε ἕνα καλὰ μελετημένο διπλωματικὸ σχέδιο στὴν περίπτωση τῶν Σλάβων γιὰ νὰ τοὺς προσεγγίσει, νὰ τοὺς ὑποτάξει (ὄχι μόνο πολιτικὰ ἀλλὰ καὶ πολιτισμικὰ) καὶ νὰ τοὺς ἀφομοιώσει ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο. Καί μιὰ αὐτοκρατορία διακρίνεται ἀπὸ ἕνα ἐθνικὸ κράτος, ἀφοῦ ἡ πρώτη ἐπιδιώκει τὴν «ἐνσωμάτωση λαῶν στὸν πολυεθνικὸ αὐτοκρατορικὸ κορμό», ἐνῶ τὸ δεύτερο ἐπιζητά τὴν «ἐξαφάνιση ὁποιασδήποτε ἰδιαιτερότητος». Ἡ ρωσικὴ θρησκεία, ἡ τέχνη, ἡ φιλοσοφία, ἀκόμη καὶ αὐτὴ ἡ λογοτεχνία (π.χ. τὰ ἔργα τοῦ Τσέχωφ ἢ τοῦ Ντοστογιέφσκυ), εἶναι βαθιὰ ἐπηρεασμένα ἀπὸ τὸν βυζαντινὸ πολιτισμό. Αὐτὴ ἡ αἴσθηση τῆς βυζαντινῆς διακριτότητας (ἢ καλύτερα ἰδιαιτερότητας) ἐντυπώθηκε ἐπίσης ἐπάνω στὸν ἴδιο τὸν σλαβικὸ πολιτισμὸ ἕως σήμερα. Οἱ Ρῶσοι, μάλιστα, ἔνιωθαν τόσο ἔντονα αὐτὴ τὴν πολιτιστικὴ σύνδεση μὲ τὴ μεγάλη αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὥστε χωρὶς δεύτερη σκέψη θεώρησαν τοὺς ἑαυτούς τους κληρονόμους τοῦ Βυζαντίου, ὅταν αὐτὸ κατέρρευσε τὸν Μάϊο τοῦ 1453. Οἱ ἴδιοι οἱ Ρῶσοι ἡγεμόνες ὑἱοθέτησαν τὸν τίτλο «Καῖσαρ», τίτλος ποὺ ἀποδιδόταν στοὺς Ρωμαίους καὶ τοὺς Βυζαντινοὺς αὐτοκράτορες καὶ ἀπεκλήθησαν Τσάροι. Ἐτσι ἐνέταξαν τοὺς ἑαυτούς τους σὲ μιὰ πολιτισμικὴ καὶ ἱστορικὴ τροχιὰ ἡ ὁποία ἄρχισε μὲ τὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία.
Τίτλος βιβλίου: | Η κάθοδος των Ρώσων |
---|
Υπότιτλος βιβλίου: | Εισαγωγή στον κόσμο των Σλάβων |
---|
Εκδότης: | Έκτωρ |
---|
Συντελεστές βιβλίου: | Τσοπάνης Κωνσταντίνος Ι. (Συγγραφέας)
|
ISBN: | 9786185605209 | Εξώφυλλο βιβλίου: | Μαλακό |
---|
Στοιχεία έκδοσης: | Δεκέμβριος 2022 | Διαστάσεις: | 21x14 |
---|
Κατηγορίες: | Ιστορία |

Κοτζιάς, Αλέξανδρος, 1926-1992
Αλέξανδρος Κοτζιάς (1926-1992). Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς γεννήθηκε στην Αθήνα, δεύτερος γιος του Παναγιώτη Κοτζιά από τη Δημητσάνα και της Ξένης το γένος Αλεξανδροπούλου από τη Χαλκίδα. Η οικογένειά του ήταν εύπορη, καταστράφηκε όμως οικονομικά κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, καθώς είχε προηγηθεί και ο θάνατος του πατέρα ήδη από το 1936. Ο Αλέξανδρος σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από το 1943 ως το 1947 δεν αποφοίτησε όμως, καθώς το αντικείμενο δεν τον ενδιέφερε. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου προσβλήθηκε από φυματίωση και το πατρικό του σπίτι λεηλατήθηκε και πυρπολήθηκε. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας (1948-1952) επισκέφτηκε πολλά μέρη της Ελλάδας και από το 1950 ως το 1956 στράφηκε μαζί με το μεγαλύτερο αδερφό του Κώστα στις οικοδομικές επιχειρήσεις. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1943 με τη δημοσίευση ενός διηγήματος στο περιοδικό "Μαθητικά Γράμματα" και πιο επίσημα δέκα χρόνια αργότερα με δημοσιεύσεις μεταφράσεων και μυθιστορημάτων, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνική κριτική (1956-1982). Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου συμμετείχε σε αντιστασιακές οργανώσεις και συνεργάστηκε στις εκδόσεις "18 Κείμενα", "Νέα Κείμενα Ι", "Νέα Κείμενα ΙΙ" και στο περιοδικό "Συνέχεια". Συνεργάστηκε με τις εφημερίδες "Μεσημβρινή" και "Το Βήμα" και από το 1975 ως το 1982 ανέλαβε την επιμέλεια της έκδοσης της "Φιλολογικής Καθημερινής". Εργάστηκε επίσης ως διευθυντής του γραφείου Τύπου της ελληνικής πρεσβείας του Λονδίνου και ως διευθυντής και ειδικός σύμβουλος της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών. Παντρεύτηκε την Ελένη Αποστόλου με την οποία απέκτησε δυο παιδιά. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, αντιπρόεδρος (1982-1984) και σύμβουλός της (1986). Τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1987 για το έργο του "Φανταστική περιπέτεια"). Στο έργο του Αλέξανδρου Κοτζιά κυριαρχεί ο πολιτικός και κοινωνικός προβληματισμός γύρω από τη νεώτερη ελληνική ιστορία, από τη γερμανική κατοχή και τον Εμφύλιο, ως την πτώση της απριλιανής δικτατορίας και τις μέρες μας. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Αλέξανδρου Κοτζιά βλ. Μανώλης Γιαλουράκης, "Κοτζιάς Αλέξανδρος", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 9, Αθήνα: Χάρη Πάτση, χ.χ., Αλέξης Ζήρας, "Κοτζιάς Αλέξανδρος", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 5, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1986, Π.Α. Ζάννας, "Αλέξανδρος Κοτζιάς", στο "Η μεταπολεμική πεζογραφία· από τον πόλεμο του '40 ως τη δικτατορία του '67", τ. Δ', Αθήνα: Σοκόλης, 1988, σ. 142-223, και Αλέξης Ζήρας, "Κοτζιάς Αλέξανδρος", στο "Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2007, σ. 1135-1136.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)