Εγώ θα ζήσω
Πώς είναι άραγε να ζεις τη ζωή σου, να έχεις τους αγαπημένους –τον άντρα, τα παιδιά, τους γονείς, τα αδέρφια σου, τη δουλειά σου– και ξαφνικά ο πιο βίαιος πόλεμος στην ιστορία της
ανθρωπότητας να τα διαλύει όλα και να σε ξεριζώνει; Πώς είναι να βαδίζεις με άγνοια προς έναν ομαδικό τάφο; Πώς είναι να χάνεις ό,τι αγαπάς και να μένεις χωρίς σπιτικό, χωρίς φαΐ, σε μία χώρα που όλα είναι καμένα; Τι είναι αυτό που κάνει έναν άνθρωπο να επιβιώσει, όταν ο εχθρός έχει βαλθεί να τον εξοντώσει; Είναι, άραγε, όλα αυτά ένα παρελθόν ή είναι αναπόσπαστο κομμάτι του παρόντος και του μέλλοντός μας; Είναι κάτι που μπορεί να συμβεί σε «άλλους», αλλά όχι σ’ «εμένα»; Ποιος ορίζει τις ζωές μας; Μπορώ να ξεφύγω από κάτι που φαίνεται μονόδρομος, κάτι που μου επιβάλλεται και μοιάζει ανυπέρβλητο;
Σε αυτά τα ερωτήματα προσπαθεί να απαντήσει το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας. Βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα, μέσα από τη μυθιστορηματική ανάπλαση της αληθινής ιστορίας της Ντίνας Πρανίτσεβα, ενός από τους λίγους ανθρώπους που επέζησαν από τη θηριωδία των Ναζί, που επί δύο χρόνια εξόντωσαν ομαδικά και συστηματικά χιλιάδες Εβραίους, Ρομά, αιχμαλώτους πολέμου και άλλες ομάδες στο Μπάμπι Γιαρ (Το Φαράγγι Της Γιαγιάς), στο Κίεβο της Ουκρανίας, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Nikolaj Velimirovic, Sveti, 1881-1956
Ο Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1881-1956) υπήρξε Επίσκοπος της Ορθόδοξης Σερβικής Εκκλησίας και θεολόγος με οικουμενικό κύρος και ακτινοβολία. Γεννήθηκε στο μικρό χωριό Λέλιτς της δυτικής Σερβίας στις 23 Δεκεμβρίου του 1880 (με το παλαιό ημερολόγιο -Ιανουάριο του 1881 με το καινούργιο). Παρακολούθησε το Ορθόδοξο Σεμινάριο του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι απ' όπου και αποφοίτησε το 1902. Κατά το 28ο έτος της ηλικίας του αναγορεύθηκε διδάκτωρ Θεολογίας του Πανεπιστημίου της Βέρνης. Το 1909 αναγορεύθηκε διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Γενεύης και την ίδια χρονιά χειροτονήθηκε μοναχός. Το 1919 εξελέγη επίσκοπος Ζίτσας και το 1920 μετετέθη στην επισκοπή της Αχρίδας, όπου διακόνησε μέχρι το 1934 που επέστρεψε στη Ζίτσα. Το 1941 οι Γερμανοί εισέβαλαν στο μοναστήρι της Ζίτσα, συνέλαβαν τον Επίσκοπο Νικόλαο και τον περιόρισαν έγκλειστο στο μοναστήρι της Λιουμποστίνια. Αργότερα, τον μετέφεραν στο μοναστήρι Βοϊλόβιτσα, όπου κρατούνταν και ο Πατριάρχης Γαβριήλ Ντόζιτς, και στη συνέχεια τον έστειλαν μαζί με τον Πατριάρχη στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου όπου υπέστη κακουχίες και βασανιστήρια. Μετά τον πόλεμο δεν επέστρεψε στην ήδη κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία και κατέφυγε στις Η.Π.Α., όπου δίδαξε σε διάφορες Ορθόδοξες Χριστιανικές Πανεπιστημιακές Σχολές και Σεμινάρια. Πέθανε τον Μάρτιο του 1956. Τα λείψανά του από την Αμερική μεταφέρθηκαν στο Λέλιτς στη Σερβία το 1991. Το Μάιο του 2003, η Ιερά Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Σερβίας τον διεκηρυξε Άγιο και τον ενέταξε στο Αγιολόγιό της στις 18 Μαρτίου (Κοίμηση) και στις 3 Μαΐου (Μεταφορά λειψάνων).