Κομμένη γλώσσα
Η "Κομμένη Γλώσσα", βιβλίο με ονόματα και ιστορίες, χαρακτηρίζει το ήθος των πεζογραφημάτων του ποιητή Μάρκου Μέσκου.
Οχτώ κείμενα που αφηγούνται τη δεκαετία του '40, η σκυτάλη από την "Κομπαρσίτα" στον "Αύγουστο" του 1949, ιδίως.
Ακόμα μια άποψη του πρόσφατου Εμφυλίου πολέμου, διαφορετική από αυτές που γνωρίζουμε. Απλές και υποβλητικές ιστορίες (πλέον), αναδεικνύουν τη δραματικότητα των γεγονότων στην κυριολεξία, η μνήμη ενός δεκατριάχρονου αγοριού που καταγράφει τη σύγκρουση, χρόνο τον χρόνο, αδέκαστα.
Φόβος και πόνος και σπαραγμός εκείνων των τραγικών ημερών (ήδη μια εποχή άλλη). Οι "Πράσινοι" με την κόκκινη καρδιά αντιμέτωποι με τους "Μπλέ", ήρωες -παλαιστές- ενός αγώνα ουτοπικού, καθήκοντος και ονείρου, αβέβαιων προοπτικών και θανατηφόρων τραυμάτων.
Μέσα στην ψυχή των ανωνύμων πρωταγωνιστών το βουβό κλάμα της Ιστορίας, οι λύσεις που δεν υπήρξαν λύσεις, η αισιοδοξία των νικητών ονομάζεται ματαιότητα, ο θάνατος των ηττημένων -στην πορεία της ζωής- ένα μοιρολόγι ακόμα.

Nikolaj Velimirovic, Sveti, 1881-1956
Ο Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1881-1956) υπήρξε Επίσκοπος της Ορθόδοξης Σερβικής Εκκλησίας και θεολόγος με οικουμενικό κύρος και ακτινοβολία. Γεννήθηκε στο μικρό χωριό Λέλιτς της δυτικής Σερβίας στις 23 Δεκεμβρίου του 1880 (με το παλαιό ημερολόγιο -Ιανουάριο του 1881 με το καινούργιο). Παρακολούθησε το Ορθόδοξο Σεμινάριο του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι απ' όπου και αποφοίτησε το 1902. Κατά το 28ο έτος της ηλικίας του αναγορεύθηκε διδάκτωρ Θεολογίας του Πανεπιστημίου της Βέρνης. Το 1909 αναγορεύθηκε διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Γενεύης και την ίδια χρονιά χειροτονήθηκε μοναχός. Το 1919 εξελέγη επίσκοπος Ζίτσας και το 1920 μετετέθη στην επισκοπή της Αχρίδας, όπου διακόνησε μέχρι το 1934 που επέστρεψε στη Ζίτσα. Το 1941 οι Γερμανοί εισέβαλαν στο μοναστήρι της Ζίτσα, συνέλαβαν τον Επίσκοπο Νικόλαο και τον περιόρισαν έγκλειστο στο μοναστήρι της Λιουμποστίνια. Αργότερα, τον μετέφεραν στο μοναστήρι Βοϊλόβιτσα, όπου κρατούνταν και ο Πατριάρχης Γαβριήλ Ντόζιτς, και στη συνέχεια τον έστειλαν μαζί με τον Πατριάρχη στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου όπου υπέστη κακουχίες και βασανιστήρια. Μετά τον πόλεμο δεν επέστρεψε στην ήδη κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία και κατέφυγε στις Η.Π.Α., όπου δίδαξε σε διάφορες Ορθόδοξες Χριστιανικές Πανεπιστημιακές Σχολές και Σεμινάρια. Πέθανε τον Μάρτιο του 1956. Τα λείψανά του από την Αμερική μεταφέρθηκαν στο Λέλιτς στη Σερβία το 1991. Το Μάιο του 2003, η Ιερά Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Σερβίας τον διεκηρυξε Άγιο και τον ενέταξε στο Αγιολόγιό της στις 18 Μαρτίου (Κοίμηση) και στις 3 Μαΐου (Μεταφορά λειψάνων).