Πανταχού απών
Ένα σκληρό μυθιστόρημα με ήρωα έναν άντρα χωρίς ηθικές δεσμεύσεις, που καταφεύγει σε μια αλυσίδα φόνων για να ξεγλιστρά από τη μοίρα του.
«Ήθελα να σου μάθω όσα ξέρω γι' αυτό», του είπα. «Να σου τα μάθω χωρίς να χρειαστεί να πονέσεις όσο εγώ για να τα βρεις από μόνος σου. Αλλά τα ξέρεις. Τα περισσότερα, τουλάχιστον. Για τα υπόλοιπα, ναι... Θα σου τα πω. Όσα ξέρω, κι όσα καταλαβαίνω από σένα. Μου μαθαίνεις ένα σωρό λεπτομέρειες κι εσύ. Σ’ ευχαριστώ. Καινούργια πράγματα.. Τις φωνές...»
«Είμαστε παράξενοι, ε;»
Το σκέφτηκα μια-δυο στιγμές. «Ναι, πολύ».
«Ωραία».
Η Τσιγγάνα, λίγο πιο δίπλα, ταΐζει τους νεκρούς μ’ ένα μαχαίρι που το αγόρι τής χάρισε πριν δυο μέρες, στο λιμάνι. Η λάμα του μου θυμίζει χαμόγελο.
Μια πνοή του αέρα γλιστράει πάνω μου και μ' ανατριχιάζει. Φυσάει.
Μου αρέσει να φυσάει.
Μου αρέσει η δροσιά.
Μου αρέσει ν’ ανατριχιάζει το δέρμα μου.
Αφήνω την πετσέτα μου να γλιστρήσει και βγαίνω στο μπαλκόνι καλωσορίζοντας την πόλη.
Ανατριχιάζει κι εκείνη βλέποντάς με.
Τίτλος βιβλίου: | Πανταχού απών |
---|
Υπότιτλος βιβλίου: | Μια αληθινή φαντασία |
---|
Εκδότης: | Τυπωθήτω |
---|
Συντελεστές βιβλίου: | Αθανασιάδης Κυριάκος Χ. (Συγγραφέας)
|
ISBN: | 9789604023035 | Εξώφυλλο βιβλίου: | Μαλακό |
---|
Σειρά εκδότη: | Ελληνική Πεζογραφία | Σελίδες: | 182 |
---|
Στοιχεία έκδοσης: | Απρίλιος 2007 | Διαστάσεις: | 21x14 |
---|
Κατηγορίες: | Λογοτεχνία > Ελληνική Λογοτεχνία > Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία |

Nikolaj Velimirovic, Sveti, 1881-1956
Ο Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1881-1956) υπήρξε Επίσκοπος της Ορθόδοξης Σερβικής Εκκλησίας και θεολόγος με οικουμενικό κύρος και ακτινοβολία. Γεννήθηκε στο μικρό χωριό Λέλιτς της δυτικής Σερβίας στις 23 Δεκεμβρίου του 1880 (με το παλαιό ημερολόγιο -Ιανουάριο του 1881 με το καινούργιο). Παρακολούθησε το Ορθόδοξο Σεμινάριο του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι απ' όπου και αποφοίτησε το 1902. Κατά το 28ο έτος της ηλικίας του αναγορεύθηκε διδάκτωρ Θεολογίας του Πανεπιστημίου της Βέρνης. Το 1909 αναγορεύθηκε διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Γενεύης και την ίδια χρονιά χειροτονήθηκε μοναχός. Το 1919 εξελέγη επίσκοπος Ζίτσας και το 1920 μετετέθη στην επισκοπή της Αχρίδας, όπου διακόνησε μέχρι το 1934 που επέστρεψε στη Ζίτσα. Το 1941 οι Γερμανοί εισέβαλαν στο μοναστήρι της Ζίτσα, συνέλαβαν τον Επίσκοπο Νικόλαο και τον περιόρισαν έγκλειστο στο μοναστήρι της Λιουμποστίνια. Αργότερα, τον μετέφεραν στο μοναστήρι Βοϊλόβιτσα, όπου κρατούνταν και ο Πατριάρχης Γαβριήλ Ντόζιτς, και στη συνέχεια τον έστειλαν μαζί με τον Πατριάρχη στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου όπου υπέστη κακουχίες και βασανιστήρια. Μετά τον πόλεμο δεν επέστρεψε στην ήδη κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία και κατέφυγε στις Η.Π.Α., όπου δίδαξε σε διάφορες Ορθόδοξες Χριστιανικές Πανεπιστημιακές Σχολές και Σεμινάρια. Πέθανε τον Μάρτιο του 1956. Τα λείψανά του από την Αμερική μεταφέρθηκαν στο Λέλιτς στη Σερβία το 1991. Το Μάιο του 2003, η Ιερά Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Σερβίας τον διεκηρυξε Άγιο και τον ενέταξε στο Αγιολόγιό της στις 18 Μαρτίου (Κοίμηση) και στις 3 Μαΐου (Μεταφορά λειψάνων).