Τυπωμένο μαύρο
Αυτά που ξέρω θα σας πω. Την αλήθεια. Δίχως η φωνή μου να χλομιάσει. Ψέματα δεν θα σας πω. Γιατί είμαστε τρυφερά παιδιά και δεν μας άξιζε μια τέτοια παγωμένη αγκαλιά. Μη νομίσετε ότι θα κλάψω. Όχι! Ούτε χαμόγελα θλιμμένα θα μοιραστώ μαζί σας. Μονάχα μην είστε βιαστικοί. Αφήστε μου μια στιγμή να φτιάξω τα ανακατεμένα μου μαλλιά. Να ανάψω ένα δυνατό τσιγάρο, να σκορπίσω τον φόβο. Να πάρω δυο βαθιές ρουφηξιές, να διώξει ο καπνός το σκοτάδι που μου γεμίζει το στήθος. Γιατί το αισθάνομαι το σκοτάδι. Μαύρο και περήφανο μέσα μου. Βαραίνει την αναπνοή μου και πετρώνει τα βλέφαρά μου. Κι εγώ δεν θέλω να κοιμηθώ ούτε και να πεθάνω. Μόνο να σπρώξω το όνειρο έξω απ' τα σπασμένα τζάμια, να σωθεί. Να ανάψω ύστερα ένα φωτάκι, να σας βλέπω καλά. Να σας μιλήσω. [...]
(από το κείμενο του βιβλίου)
Τίτλος βιβλίου: | Τυπωμένο μαύρο |
---|
Υπότιτλος βιβλίου: | Ιστορίες |
---|
Εκδότης: | Ιστός |
---|
Συντελεστές βιβλίου: | Κούλας, Σταύρος (Συγγραφέας)
|
ISBN: | 9789607392206 | Εξώφυλλο βιβλίου: | Μαλακό |
---|
Σειρά εκδότη: | Αλυσίδα | Σελίδες: | 31 |
---|
Στοιχεία έκδοσης: | 1996 | Διαστάσεις: | 21x14 |
---|
Κατηγορίες: | Λογοτεχνία > Ελληνική Λογοτεχνία > Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία |

Nikolaj Velimirovic, Sveti, 1881-1956
Ο Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1881-1956) υπήρξε Επίσκοπος της Ορθόδοξης Σερβικής Εκκλησίας και θεολόγος με οικουμενικό κύρος και ακτινοβολία. Γεννήθηκε στο μικρό χωριό Λέλιτς της δυτικής Σερβίας στις 23 Δεκεμβρίου του 1880 (με το παλαιό ημερολόγιο -Ιανουάριο του 1881 με το καινούργιο). Παρακολούθησε το Ορθόδοξο Σεμινάριο του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι απ' όπου και αποφοίτησε το 1902. Κατά το 28ο έτος της ηλικίας του αναγορεύθηκε διδάκτωρ Θεολογίας του Πανεπιστημίου της Βέρνης. Το 1909 αναγορεύθηκε διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Γενεύης και την ίδια χρονιά χειροτονήθηκε μοναχός. Το 1919 εξελέγη επίσκοπος Ζίτσας και το 1920 μετετέθη στην επισκοπή της Αχρίδας, όπου διακόνησε μέχρι το 1934 που επέστρεψε στη Ζίτσα. Το 1941 οι Γερμανοί εισέβαλαν στο μοναστήρι της Ζίτσα, συνέλαβαν τον Επίσκοπο Νικόλαο και τον περιόρισαν έγκλειστο στο μοναστήρι της Λιουμποστίνια. Αργότερα, τον μετέφεραν στο μοναστήρι Βοϊλόβιτσα, όπου κρατούνταν και ο Πατριάρχης Γαβριήλ Ντόζιτς, και στη συνέχεια τον έστειλαν μαζί με τον Πατριάρχη στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου όπου υπέστη κακουχίες και βασανιστήρια. Μετά τον πόλεμο δεν επέστρεψε στην ήδη κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία και κατέφυγε στις Η.Π.Α., όπου δίδαξε σε διάφορες Ορθόδοξες Χριστιανικές Πανεπιστημιακές Σχολές και Σεμινάρια. Πέθανε τον Μάρτιο του 1956. Τα λείψανά του από την Αμερική μεταφέρθηκαν στο Λέλιτς στη Σερβία το 1991. Το Μάιο του 2003, η Ιερά Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Σερβίας τον διεκηρυξε Άγιο και τον ενέταξε στο Αγιολόγιό της στις 18 Μαρτίου (Κοίμηση) και στις 3 Μαΐου (Μεταφορά λειψάνων).