Πειραϊκό πανόραμα
Κάθε πόλη έχει η δική της ώσμωση, και ιδιαίτερα ο Πειραιάς, με τη θαλάσσια ατμόσφαιρα του, και το λιμάνι ως κόμβο πολυπολιτισμικού κέντρου, που ο βιορυθμός του καθόρισε οριστικά και αμετάκλητα τη ζωή των δημοτών και ίσως ορισμένες φορές εκατονταετιών, ο Πειραιάς έχει τη δυνατότητα να συγκεράσει τις διάφορες πολυμορφικές ταυτότητες των γηγενών και μη κατοίκων του, να συγκεφαλαιώσει τις πολυδοξίες ίσως της παράδοσής τους, να αξιοποιήσεις τις αυτογενείς προτάσεις αισθητικής του και να μην αναλωθεί σε συβαριτικές περιπλανήσεις μιμητισμού άλλων χωρών. Η γενέθλιος πόλη μας αρχιτεκτόνισε τη φυσιογνωμία της με νομιμοποιητικούς μηχανισμούς ετερόκλητων τάσεων, κατόρθωσε με τις ισχνές αυτόχθονες δυνάμεις της, να μετασχηματίσει χωρίς να τις εκμηδενίσει, όλες εκείνες τις ισχυρές και καθοριστικές για τη ζωή των ανθρώπων χαρακτηριστικές προσλαμβάνουσες των ηθών και εθίμων, που οι άνθρωποι μετέφεραν μέσα στο σεντούκι της μνήμης τους μεταναστεύοντας στο νέο τους χώρο. Κάθε μεταναστευτική ομάδα από όποιο μέρος της Ελλάδας και αν προέρχονταν, αναδιευθετούσε τον Πειραϊκό χώρο σε οργάνωση και λειτουργία, επιτυγχάνοντας μια ομαλή θα λέγαμε πληθυσμιακή ανακατανομή που προέρχονταν όχι φορμαλιστικά ή διοικητικά εκ των άνω αλλά που πήγαζε από τις καθημερινές ανάγκες του νέου τρόπου ζωής. Το τοπίο οργανώθηκε από τα αντίθετα του συνθετικά στοιχεία μετασχηματισμού του που με αρκετή μάλλον ευκολία ξεπέρασαν τις αντιθέσεις τους, χωρίς να χάσουν τον υφολογικό τους χρωματισμό, και την λειτουργικότητα τους στη νέα τους πραγματικότητα. Χωροταξιακά ο Πειραιάς, δεν είναι παρά μία στενή αν όχι στενάχωρη λουρίδα γης, ένα "πέταλο" (κάπως κακοτράχαλο, χωρίς πλούσια ενδοχώρα), που αγωνίζεται ιστορικά να απλωθεί στους όμορους μεταγενέστερους δήμους. Και είναι στολισμένος με τα μικρά διαμαντάκια των νησιών του Σαρωνικού και των Κυκλάδων.

Nikolaj Velimirovic, Sveti, 1881-1956
Ο Νικόλαος Βελιμίροβιτς (1881-1956) υπήρξε Επίσκοπος της Ορθόδοξης Σερβικής Εκκλησίας και θεολόγος με οικουμενικό κύρος και ακτινοβολία. Γεννήθηκε στο μικρό χωριό Λέλιτς της δυτικής Σερβίας στις 23 Δεκεμβρίου του 1880 (με το παλαιό ημερολόγιο -Ιανουάριο του 1881 με το καινούργιο). Παρακολούθησε το Ορθόδοξο Σεμινάριο του Αγίου Σάββα στο Βελιγράδι απ' όπου και αποφοίτησε το 1902. Κατά το 28ο έτος της ηλικίας του αναγορεύθηκε διδάκτωρ Θεολογίας του Πανεπιστημίου της Βέρνης. Το 1909 αναγορεύθηκε διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Γενεύης και την ίδια χρονιά χειροτονήθηκε μοναχός. Το 1919 εξελέγη επίσκοπος Ζίτσας και το 1920 μετετέθη στην επισκοπή της Αχρίδας, όπου διακόνησε μέχρι το 1934 που επέστρεψε στη Ζίτσα. Το 1941 οι Γερμανοί εισέβαλαν στο μοναστήρι της Ζίτσα, συνέλαβαν τον Επίσκοπο Νικόλαο και τον περιόρισαν έγκλειστο στο μοναστήρι της Λιουμποστίνια. Αργότερα, τον μετέφεραν στο μοναστήρι Βοϊλόβιτσα, όπου κρατούνταν και ο Πατριάρχης Γαβριήλ Ντόζιτς, και στη συνέχεια τον έστειλαν μαζί με τον Πατριάρχη στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου όπου υπέστη κακουχίες και βασανιστήρια. Μετά τον πόλεμο δεν επέστρεψε στην ήδη κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία και κατέφυγε στις Η.Π.Α., όπου δίδαξε σε διάφορες Ορθόδοξες Χριστιανικές Πανεπιστημιακές Σχολές και Σεμινάρια. Πέθανε τον Μάρτιο του 1956. Τα λείψανά του από την Αμερική μεταφέρθηκαν στο Λέλιτς στη Σερβία το 1991. Το Μάιο του 2003, η Ιερά Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Σερβίας τον διεκηρυξε Άγιο και τον ενέταξε στο Αγιολόγιό της στις 18 Μαρτίου (Κοίμηση) και στις 3 Μαΐου (Μεταφορά λειψάνων).