Οι αξέχαστοι φίλοι μου
Κι αν σου μιλάω για θάνατο, μη με ακούς, εγώ στον νου μου έχω την αγάπη∙ αυτή κεντά γλυκά και τρυφερά και οδυνηρά. Κλείνω τα μάτια κι είναι εδώ, τ’ ανοίγω και τους βλέπω, αισθάνομαι τα βήματα στις πλάκες, ακούω τη φωνή τους στον αέρα. Έχουν τον τρόπο τους να είναι πανταχού παρόντες. Να μη μιλούν, να μη γελούν, μα να μ’ αιφνιδιάζουν.
Γωνία Σταδίου και Αιόλου η έκπληξη μεγάλη. Ψηλά στην κόγχη του παλιού παραδοσιακού καθόταν Εκείνη, σαν Παναγία ένθρονη, στα λευκά και αναγεννησιακά ντυμένη∙ κοίταζε κάτω σοβαρή εμένα που περνούσα… Εκείνος μπήκε από το πορτάκι χωρίς να το ανοίξει. Με το ναυτικό του καπέλο, καπετάνιος στις μαργαρίτες και τις παπαρούνες, καράβι στολισμένο ο κήπος, Μεγάλη Εβδομάδα ετοιμαζόταν να υποδεχτεί τα Πάθη. Η φύση κρατούσε την αναπνοή της∙ κι όμως η μεγάλη ζαρντινιέρα αναδεύτηκε βίαια για μια στιγμή. Εκείνος χάθηκε δίπλα στην τριανταφυλλιά της. Στην άκρη του γκρεμού όταν βρέθηκε, με βία τα νύχια έχωσε, σαν να ’χαν γραπωθεί απ’ το χώμα, μέσα στη χούφτα μου, λες και ήταν δυνατό κάπου εκεί μέσα να σωθεί, απ’ αυτό που τον είχε ήδη αρπάξει να ελευθερωθεί. Εκείνης η φωνή σαν μούγκρισμα βγήκε με δυσκολία να μ’ αποχαιρετήσει.
Στη γωνία του τραπεζιού στο γραφείο καθηγητών η Βιβή από κει, εγώ από δω. Στη συμβολή Βασιλέως Γεωργίου και Θεαγένους τη βρήκα με χοές στα χέρια, στη μνήμη της μητέρας της.
Η Νέλη έπινε κρυφά το θανατερό ποτό της και εξαϋλωνόταν σε αχνό σχήμα ιχνογραφήματος. Ο Δημήτρης με το ανώφελο διαπιστευτήριο μιας υγείας στο χέρι «σαν μικρού παιδιού» που ο θάνατος βρήκε τον τρόπο να το παρακάμψει.
Ο Θόδωρος έξω από το Μετρό μετρούσε τα λόγια του για να μη μαρτυρήσει το μυστικό του μαρτυρίου του. Ο Γιάννης, λίγο μετά, έχασε τη φωνή του κι έτσι δεν πρόδωσε ό,τι τον τυραννούσε. Ο Θεοδόσης κρύφτηκε στην απόσταση, στους στίχους, στα τραγούδια, γιατί η αλήθεια είναι πικρή, δεν βγαίνει έξω απ’ τα δόντια. Ο Γιώργος κι ο Παναγιώτης μάς αιφνιδίασαν. Ο άλλος Γιάννης και η Ειρήνη μάλλον ήταν στην ώρα τους. Άλλος νωρίς κι άλλος σχεδόν έφυγαν ένας ένας.
Αγαπημένοι γονείς, συγγενείς, φίλοι ποιητές έπαιξαν για λίγο με το φως και έπειτα έστριψαν στη σκιερή γωνία. Κι όμως εδώ, πάλι στο φως, είναι παρόντες, τους ακούω: «Μη θλίβεσαι και μη λυπάσαι, εσύ γράφε, εμείς καλά είμαστε εδώ».
Να το πιστέψω θέλω πως το άκουσα. Διάτρητη από ρωγμές η λογική∙ παντού τρύπες διαφυγής σε μύθους, όνειρα, στης μοίρας τα γραμμένα, στην τύχη, στο χέρι του Θεού, στην αυταπάτη, στη διαίσθηση. Όλα μαζί, καθένα με το ρόλο του, στη εξερεύνηση ενός κόσμου που αόρατος κι ανάκουστος επιμένει… Αργά άρχισα να εκτιμώ τους μύθους, τα παράξενα και τα ακατανόητα.
Τίτλος βιβλίου: | Οι αξέχαστοι φίλοι μου |
---|
Εκδότης: | Νίκας / Ελληνική Παιδεία Α.Ε. |
---|
Συντελεστές βιβλίου: | Δανιήλ, Ανθούλα (Συγγραφέας) Δάλκος Σταύρος (Επιμελητής)
|
ISBN: | 9789602964323 | Εξώφυλλο βιβλίου: | Μαλακό |
---|
Σειρά εκδότη: | Ελληνική Λογοτεχνία | Σελίδες: | 146 |
---|
Στοιχεία έκδοσης: | Μάιος 2023 | Διαστάσεις: | 21x14 |
---|
Κατηγορίες: | Γενικά Βιβλία > Μαρτυρίες - Βιογραφίες - Αυτοβιογραφίες - Ντοκουμέντα |

Hesse, Hermann, 1877-1962
Ο Herman Hesse γεννήθηκε το 1877 στο Calw της Βυρτεμβέργης, μια μικρή πόλη του Μέλανος Δρυμού. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1899 με την ποιητική συλλογή "Τα ρομαντικά τραγούδια" και τη συλλογή πεζών "Μια ώρα μετά τα μεσάνυχτα". Ακολούθησαν πολυάριθμα έργα, που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους δημοφιλέστερους συγγραφείς του 20ού αιώνα: "Πήτερ Κάμεντσιντ" (1904), "Κάτω από τον τροχό" (1906), "Γερτρούδη" (1910), "Ντέμιαν" (1914), "Σιντάρτα" (1927), "Ο λύκος της στέπας" (1927), "Νάρκισσος και Χρυσόστομος" (1930), "Ταξίδι στην Ανατολή" (1932) κ.ά. Υπήρξε ιδρυτής του περιοδικού "Vinos Voco", μέλος της Πρωσικής Ακαδημίας, επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Βέρνης και τιμήθηκε με πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων με το βραβείο Νόμπελ το 1946, και με το βραβείο Ειρήνης των Γερμανών βιβλιοπωλών το 1955. Πέθανε το 1962.